THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

Αυταπάτες - μεγαλεία, και μια θηριώδης ανία....

Επενδύσεις, διαφημίσεις, ενοχές και ανακρίσεις
Εποχές για λεφτά, άπατος στα χαμηλά
Με θεούς φοβερούς, με θρησκείες τρομοκράτες
Με ληστές στην αυλή, αδιάφοροι χαζοί

Κάνω πως δεν ξέρω πέφτω μες τα κύματα
Άλλοι δρόμοι μας ενώνουν κι άλλοι στα διλήμματα

Ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, εντολές και αντιρήσεις
Αλλαγές στα ψηλά, ίδια συνταγή παιδιά
Με κομμένα φτερά, με οράματα στημένα
Αφανείς οδηγούς, αδηφάγους οπαδούς

Κάνω πως δεν ξέρω πέφτω μες τα κύματα
Άλλοι δρόμοι μας ενώνουν κι άλλοι στα διλήμματα

Εισοδηματίες, κεφαλαιούχοι - επενδυτές
Αστοί με τίτλους αγυρτίας, ηθικολόγοι υποκριτές
Μεταμφιεσμένοι παρθένες της εγκράτειας, απατεώνες
Νομοθέτες, θεατρίνοι, στρατηγοί πνιγμένοι στα παράσημα,
Στα σειρήτια, στους μεγαλόσταυρους
Κράχτες στα σκυλάδικα

Κάνω πως δεν ξέρω πέφτω μες τα κύματα
Άλλοι δρόμοι μας ενώνουν κι άλλοι στα διλήμματα

Τηλεοπτικά κόλπα με αστέρες παρουσιαστές
Στο θίασο της ακροαματικότητας
Εκλογική φάρσα με ψηφοφόρους ξύλινους
Οι υποψήφιοι αστοί ντυμένοι παλιάτσοι
Με δάκρυα στα μάτια για τα βάσανα του κόσμου
Με πάθος για την καθαρότητα του έθνους
Και την δόξα της πατρίδος

Κάνω πως δεν ξέρω πέφτω μες τα κύματα
Άλλοι δρόμοι μας ενώνουν κι άλλοι στα διλήμματα

Αυταπάτες - μεγαλεία, και μια θηριώδης ανία
Μπερδεμένα μυαλά και λογαριασμοί φωτιά
Με τα χρέη ψηλά, τη ψυχή στα κόκκινα
Οι λαγοί στο σακί, δούλοι τηλεοπτικοί

Κάνω πως δεν ξέρω πέφτω μες τα κύματα
Άλλοι δρόμοι μας ενώνουν κι άλλοι στα διλήμματα

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Τα αστέρια θέλουν μόνο τους ευτυχισμένους, γι'αυτό λάμπουν.....


«Είμαι καλά.
Απόψε είμαι καλά.
Χτες βράδυ ο ουρανός είχε μόνο ένα αστέρι. Το περίμενα ώρες να πέσει,
αλλά αυτό μίλαγε με άλλους φαίνεται. Δε μου έκανε ούτε ένα σινιάλο.
Απόψε ούτε κι αυτό. Ίσως να ‘πεσε την ώρα που κοιμήθηκα πια. Ίσως και να μην ήθελε να ‘χει μάρτυρες στην πτώση του.
Ύστερα είναι και τόσοι πολλοί αυτοί που ελπίζουν, ποιον να προλάβει.
Αύριο ίσως χιονίσει. Μακάρι!
Εγώ όμως απόψε θα καλέσω τους παλιούς μου φίλους πάλι.
Τόσα χρόνια ζούμε χώρια.
Τους ξέχασα, με ξέχασαν, ποιος ξέρει.
Απόψε όμως θα έρθουν.
Έχουμε ορκιστεί: Θα μαζευόμαστε μόλις ο πρώτος θυμάται. Θα χανόμαστε μόλις ο πρώτος ξεχνά.
Και αφού απόψε εγώ πρώτη θυμήθηκα θα ‘ρθουν σε μένα.
Βέβαια, μπορεί ν΄αργήσουν λίγο γιατί δεν έχω κρασί,
αλλά θα μείνουν πιο πολύ γιατί δε θα νυστάξω γρήγορα...»

«Το χρόνο δεν το μετράμε ποτέ εμείς όπως οι άλλοι. Όταν είμαστε μαζί,
δε λέμε ποτέ «Πώ-πώ, η ώρα είναι τέσσερις» ή «δεν ξέρω αν θα προλάβω».
Εγώ δεν το ‘ξερα αυτό. Εκείνοι μου το μάθανε»

«Όταν έφτασα, με ρώτησε η Ισμήνη: «Γιατί είσαι λυπημένη;».
Κι όταν την κοίταζα χωρίς να καταλαβαίνω μου είπε:
«Λευτερώσου και γίνε σαν κι εμάς και θα δεις πως όλα διαρκούν αιώνια όταν θυμάσαι».

«Κάποτε θα πας εκεί, στο δικό σου αστέρι και δε θα φοβάσαι. Αλλά είσαι πολύ λυπημένη ακόμα για να το κάνεις.
Τ’ αστέρια θέλουνε μόνο τους ευτυχισμένους, γι’ αυτό λάμπουν.
Γι’ αυτό είμαι σίγουρος πως ούτε ο Ορφέας έχει πάει. Γιατί δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένος».
-------------------------------------------------------------------------------------

Απόψε θα΄ρθούν.
Αγαπούλες μου.
Όλα είναι έτοιμα.
Χαμήλωσα και τα φώτα, χτένισα τα μαλλιά μου,
φόρεσα το καινούριο μου δαχτυλίδι,
θέλω πολύ να το δούνε, και περιμένω."
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

" Όλοι στη σειρά.
Η Ειρήνη,
ο Φοίβος,
εγώ,
ο Αλέξανδρος,
ο Ρωμανός,
η Ισμήνη,
ο Σίμος
κι ο Τρύγος.
Μόνο ο Ορφέας δεν ήτανε.
Ο Τρύγος είπε να του το γράψουμε εμείς.
«Τι πειράζει που λείπει;
Πρέπει να κλείσει η λέξη», είπε.
Ο Σίμος είπε τότε ότι η λέξη δε θα τελειώσει ποτέ αν δεν έρθει ο Ορφέας.
Μόνο αυτός πρέπει να γράψει το αρχικό του, αλλιώς το «ΟΜΙΚΡΟΝ» μπορεί να σήμαινε «ΜΗΔΕΝ».
Κι έτσι η λέξη έμεινε πάλι ατέλειωτη.
ΕΦΧΑΡΙΣΤ... "
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


"Αχ, και να σας είχα γνωρίσει τότε,
φιλαράκια μου, πόσο αλλιώτικη θα ήταν η ζωή μου.
Αλλά πού καιρός για όνειρα εκείνα τα χρόνια.
Για όνειρα, παιχνίδια και ταξίδια.
Έπρεπε να καούμε για να αγαπήσουμε τα καμένα δάση.
Έπρεπε να παγώσουμε για ν΄αγαπήσουμε το γυμνό βουνό.
Έπρεπε να ναυαγήσουμε για να γνωρίσουμε τα νησιά.
Έπρεπε να σκοτώσουμε ο ένα τον άλλον για να σμίξουμε
και ν΄αγαπηθούμε έτσι όπως τώρα αγνοί και ακυβέρνητοι."


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


"Μπορεί όταν χανόμαστε , όταν ξεχνάμε,
να ανήκουμε σε κάποιους άλλους, αλλά όταν φτάνει η ευλογημένη ώρα να σμίξουμε
πόσο αλλιώτικη είναι η αλήθεια.
Πόσο πιο αληθινή.
Και να μη χρειάζεται να την αποδείξεις σε κανένα.
Γιατί, αφού εμείς ξέρουμε, μας φτάνει."
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~


"Κλαίει που δεν τη γνωρίζουμε
και που δεν την αφήνουμε να σκαρφαλώσει στη μύτη μας, στα χείλια μας, στ΄αυτιά μας.
Εγώ την αφήνω να κάθεται στο βλέφαρό μου
και να κοιτάμε μαζί τ΄αστέρια.
Γιατί είμαστε οι μόνες, τελικά, που πιστεύουμε πως η λέξη μας θα μείνει ατέλειωτη."

Χάρις Αλεξίου, η ατέλειωτη λέξη (απόσπασματα)

Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι...


Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιώ ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ενα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Οτι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου."




Στιγμή, σταλμένη από ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
με πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι.

Ο δρόμος άσπριζε μπροστά μου,
απαλός αχνός ύπνου
στο γέρμα ενός μυστικού δείπνου ...
Στιγμή σπυρί της άμμου,

που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγική κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Ύδρα
στο ουράνιο περιβόλι.

Στροφή, Γιώργος Σεφέρης

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας...

Ναι, αγαπημένη μου.Πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα.Πάντοτε σε περίμενα.Σαν είμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου έσκυβε και με ρωτούσε.Τι έχεις αγόρι; Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα. Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια. Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.Έτσι έζησα. Πάντοτε.Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά - θυμάσαι; - μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου. Θυμάσαι, αγάπη μου, "την πρώτη μεγάλη μέρα μας";Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα έν' απλό φτηνό φόρεμα, μα είταν τόσο όμορφα κίτρινο. Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια. Σου πήγαινε στο πρόσωπο σου ο ήλιος σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή - σου πήγαινε.Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα. Βαδίζαμε δίχως λέξη. Μα και τι να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του. Ήπιαμε μια στα δυο. Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου. Τι σου είπε λοιπόν;Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου. Δεν μπορεί, κάτι θα σου είπε.Το ξενοδοχείο είταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό που μες στην αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουμε τα τραίνα. Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω - πόσο σου πήγαιναν.Α, θα 'θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας σου τα γόνατα που σε γεννήσανε για μένα να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμα σου να κρύψω σα φυλαχτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι απ' το σεντόνι που κοιμήθηκες. Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω στον άντρα που σ' έχει δει γυμνή πριν από μένα να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία. Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ' τον έρωτα εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα.Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
====================================================================

Τα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα, στο στόμα σου Ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη Στα χέρια σου για πάντοτε ακούμπησα την καρδιά μου. Τα μάτια σου Α, τι να πω, αγάπη μου, για τα μάτια σου Όταν τα μάτια σου είναι όμορφα σαν όλα μαζί του κόσμου Τα τραγούδια Όταν είναι μεγάλα τα μάτια σου σαν την πιο μεγάλη ελπίδα . Τα μάτια σου. Όταν χαμογελούσες ένα περιστέρι διάβαινε στη βραδιασμένη κάμαρα Ένα σύννεφο χρυσό ταξίδευε στον ουρανό όταν χαμογελούσες. Όταν χαμογελούσες ξεχνούσα τη στέγη που έσταζε, ξεχνούσα Το τρύπιο πάτωμα. Έλεγα κιόλας, να, μες από τις τρύπες του Όπου και να ναι θα φυτρώσουνε μεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα. Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου Τότε Που μου χαμογελούσες. Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα που κοιτάζαμε ώρες τον ουρανό Σε ένιωθα μέσα στα χέρια μου να τρέμεις. «Αστέρια μου, είπα, κάντε την αγάπη μας λαμπερή κάντε την αγαπημένη μου χαρούμενη. Αστέρια μου, καλά μου αστέρια, κάντε εγώ και εκείνη να πεθάνουμε μαζί» Κι έτσι αυτή την νύχτα Είχαμε στην μέση των άστρων για πάντοτε παντρευτεί.
Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ και από Τον ερωτά.Εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα Και πάλι την ελπίδα. Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή. Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουν ολάκερη Και δεν κράταγες για τον εαυτό σου Παραμονο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί. Καθώς γδυνόσουν θρόιζαν τα φύλλα ενός δάσους μακρινού. Ο ουρανός ξαστέρωνε μονομιάς καθώς γδυνόσουνα.

Tάσος Λειβαδίτης, Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας.

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

Ο καθένας μοναχός πορεύεται...

Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες, ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα. Άφησε με να έρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του. Άφησε με να έρθω μαζί σου.....
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν, κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου, κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα, μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους, δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου, (δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου). Άφησε με να έρθω μαζί σου
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να έρθω μαζί σου....
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε, τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό, οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ' τα γόνατά της ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα. Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει - μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι, πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω στο στιλβωτήριο της γωνίας, ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα, τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια, όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο, τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί ή να σκουπίζω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου, ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.... Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι ν' απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες - 8, 16, 32, 64, - κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια, (συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, - κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σου λεγα για την πολυθρόνα ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο, μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; - έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα τ' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε, και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι. Άφησε με να έρθω μαζί σου.....

Γιάννης Ρίτσος, η σονάτα του σεληνόφωτος...